φιλοφροσύναι

φιλοφροσύναι
φιλοφροσύνᾱͅ , φιλόφρων
kindly disposed
fem dat sg (doric aeolic)
φιλοφροσύνᾱͅ , φιλοφρόσυνος
fem dat sg (doric aeolic)
φιλοφροσύνη
friendliness
fem nom/voc pl
φιλοφροσύνᾱͅ , φιλοφροσύνη
friendliness
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλοφροσύνη — η, ΝΜΑ [φιλόφρων, ονος] 1. φιλική διάθεση, ευγενική συμπεριφορά, φιλοφρόνηση νεοελλ. 1. (γενικά) ευγένεια, περιποιητικότητα, ευπροσηγορία 2. φρ. «διεθνής φιλοφροσύνη» διεθν. δίκ. σύνολο κανόνων συμπεριφοράς τών κρατών αρχ. 1. ευδιαθεσία, ευθυμία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”